ανατρέχω

ανατρέχω
(AM ἀνατρέχω)
1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω
2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ
νεοελλ.
καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό
αρχ.
1. υποχωρώ, αποσύρομαι
2. ανιχνεύω, αναζητώ
3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι
4. βλαστάνω, μεγαλώνω
5. εκτείνομαι, απλώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνατρέχω — run back pres subj act 1st sg ἀνατρέχω run back pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατρέχω — ανατρέχω, ανέτρεξα και ανάτρεξα βλ. πίν. 31 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατρέχω — ανάτρεξα και ανάδραμα 1. τρέχω ή απλώς κινούμαι προς τα πίσω ή προς τα πάνω: Μου ανάδραμε το φαγητό που έφαγα. 2. γυρίζω σε ειπωμένα ή γνωστά, προσφεύγω για αναζήτηση: Αναγκάστηκα να ανατρέξω σ όλα τα σχετικά συγγράμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνατρέχετε — ἀνατρέχω run back pres imperat act 2nd pl ἀνατρέχω run back pres ind act 2nd pl ἀνατρέχω run back imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρέχῃ — ἀνατρέχω run back pres subj mp 2nd sg ἀνατρέχω run back pres ind mp 2nd sg ἀνατρέχω run back pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδεδραμηκότα — ἀνατρέχω run back perf part act neut nom/voc/acc pl ἀνατρέχω run back perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδεδράμηκε — ἀνατρέχω run back perf imperat act 2nd sg ἀνατρέχω run back perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδεδράμηκεν — ἀνατρέχω run back perf ind act 3rd sg ἀνατρέχω run back plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδραμόν — ἀνατρέχω run back aor part act masc voc sg ἀνατρέχω run back aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδραμόντα — ἀνατρέχω run back aor part act neut nom/voc/acc pl ἀνατρέχω run back aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”